- συνήρης
- συνήρης, ες,A joined together, added, δαῖτα συνήρεα χιονόεσσαν a feast of snow mixed with (sc. the vinegar already mentioned), Nic.Al. 512.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνήρης — ες, Α συναρμοσμένος, συνδεδεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ήρης [Ι] (πρβλ. κατ ήρης)] … Dictionary of Greek
συνήρης — συνεράω 1 pour together imperf ind act 2nd sg (doric) συνεράω 2 love jointly imperf ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek